- πίπισμα
- το, Ν [πιπίζω (Ι)]η φωνή τών νεοσσών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίπισμα — το, ατος η φωνή πι πι των μικρών πουλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)